Πλούτωνι

Πλούτωνι
Πλούτων
Pluto
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακαθίζω — ΝΜΑ παρακάθημαι μσν. στήνω ενέδρα, παραμονεύω αρχ. 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως 2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.) 3. (μέσ …   Dictionary of Greek

  • Πλούτων' — Πλούτωνα , Πλούτων Pluto masc acc sg Πλούτωνι , Πλούτων Pluto masc dat sg Πλούτωνε , Πλούτων Pluto masc nom/voc/acc dual Πλούτωναι , Πλουτώνη where there are mephitic vapours fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”